πληγῇς

πληγῇς
πλήσσω
struck with terror
aor subj pass 2nd sg
πλήσσω
struck with terror
aor subj pass 2nd sg
πληγή
blow
fem dat pl (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πληγῆς — πληγή blow fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀντὶ δὲ πληγῆς φονίας φονίαν… — См. Око за око, зуб за зуб …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ημιπληγής — ἡμιπληγής, ές (Α) αυτός που έχει πληγεί κατά το ήμισυ ο μισοχτυπημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι + πληγής (< πληγή), πρβλ. α πληγής, εμ πληγής] …   Dictionary of Greek

  • θεοπληγής — θεοπληγής, ές (Α) ο θεόπληκτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πληγής (< αόρ. ε πλήγ ην τού πλήσσομαι), πρβλ. ημι πληγής, φρενο πληγής] …   Dictionary of Greek

  • ισοπληγής — ἰσοπληγής, ές (Α) (για χορδή) αυτή που πλήττεται με τον ίδιο τρόπο, αυτή που έχει ίσες πλήξεις, χτυπήματα (χρόνου). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + πληγής (< πλήσσω), πρβλ. ημι πληγής, φρενο πληγής] …   Dictionary of Greek

  • καρτεροπληγής — καρτεροπληγής, ές (Α) αυτός που πλήττει με δύναμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρτερός + πληγής (< θ. πλήγ < πλήσσω «χτυπώ»), πρβλ. θεο πληγής, ισο πληγής] …   Dictionary of Greek

  • καταπληγής — καταπληγής, ές (Α) κατάπληκτος, θορυβημένος, περιδεής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πληγής (πληγή, ἐπλήγην), πρβλ. εμ πληγής, ημι πληγής] …   Dictionary of Greek

  • φρενοπληγής — ες, Α (ποιητ. τ.) αυτός που πλήττει τις φρένες, που οδηγεί σε φρενοπληξία («φρενοπληγεῑς μανίαι», Αισχύλ.)· [ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + πληγής (< πλήσσω), πρβλ. ἡμι πληγής, θεο πληγής] …   Dictionary of Greek

  • αλλαγή — Μεταβολή, μετατροπή. Λέγεται επίσης ανταλλαγή (σε είδη εμπορίου, κινητά ή ακίνητα πράγματα)· η αντικατάσταση φρουράς, ο καθαρισμός και επίδεση πληγής. Στα αρχαία ελληνικά α. σήμαινε το κέρδος του αργυραμοιβού από την ανταλλαγή νομισμάτων. Επίσης …   Dictionary of Greek

  • κάρκαδο — και κάκαδο και κακάδι, το το επίστρωμα πληγής «κρούστα, η εσχάρα τής πληγής. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κάκαδο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”